περιλαίμιο

περιλαίμιο
το, Ν
1. καθετί που περιβάλλει τον λαιμό και ειδικότερα το μέρος ενδύματος το οποίο είναι είτε συνερραμένο με αυτό είτε πρόσθετο, κολάρο («περιλαίμιο στρατιωτικής στολής»)
2. δερμάτινη ή μεταλλική λωρίδα που τοποθετείται γύρω από τον λαιμό κατοικίδιων ζώων και ιδίως σκύλων
3. το μέρος τής σαγής τού υποζυγίου που περιβάλλει τον αυχένα, το περιαυχένιο
4. (μηχανολ.) δακτύλιος με τετραγωνική διατομή εφαρμοσμένος σε έναν άξονα και κατάλληλος να περιορίζει τις αξονικές μετατοπίσεις
5. φρ. «αυχενικό περιλαίμιο» — ορθοπεδικό μηχάνημα που χρησιμοποιείται σε ραιβοκράνους ή για ακινητοποίηση τής κεφαλής σε περίπτωση φυματιώδους αυχενικής σπονδυλίτιδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + λαιμός. Η λ., στον λόγιο τ. περιλαίμιον, μαρτυρείται από το 1856 στον Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκ. Δ. Βυζαντίου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περιλαίμιο — το καθετί που φοριέται γύρω από το λαιμό, γιακάς, γραβάτα, κασκόλ, σάλι, κολάρο: Οριζόντιο περιλαίμιο, το παπιγιόν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαλανόγλωσσος — (balanoglossus). Γένος σκουληκιών που ζουν μέσα στην άμμο του θαλάσσιου πυθμένα, ανοίγοντας στοές με τις προβοσκίδες τους. Βρίσκονται σε όλους τους ωκεανούς, εκτός από τον Ανταρκτικό. Το μήκος του σώματός τους ποικίλλει από 2,5 5 εκ. έως 2 μ. και …   Dictionary of Greek

  • πανοπλία — Το σύνολο των κομματιών καθένα με διαφορετικό σχήμα, ανάλογα με το μέρος του σώματος για το οποίο προοριζόταν που χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν για να προστατεύουν τον άνθρωπο ή το άλογο από τα χτυπήματα των όπλων του εχθρού. Η π. ή «αρματωσιά»… …   Dictionary of Greek

  • αλεκτορίς — (alectoris).Γένος πουλιών της οικογένειας των φασιανιδών, της τάξης των ορνιθομόρφων. Μοιάζουν πολύ με τις πέρδικες, ενώ το χρώμα του σώματός τους είναι κόκκινο και των φτερών τους καστανό. Ζουν κατά ομάδες και το θηλυκό γεννάει 10 με 15 αβγά,… …   Dictionary of Greek

  • γύπες — (gups).Κοινή ονομασία για διάφορα αρπακτικά ημερόβια πτηνά μεγάλων διαστάσεων. Οι γ. είναι αργοκίνητα και αδηφάγα πουλιά με μικρό κεφάλι, γυμνό γενικά λαιμό, ράμφος μακρύ και γυρισμένο στην άκρη σαν άγκιστρο και με λίγο κυρτά νύχια. Ο γ. ο τεφρός …   Dictionary of Greek

  • αγωγαίος — ἀγωγαῑος, ον (Α) [ἀγωγή] ο κατάλληλος για να οδηγεί κανείς με αυτόν κάποιον ή κάτι, όπως ο ιμάντας ή το περιλαίμιο …   Dictionary of Greek

  • αλαιμάριαστος — η, ο [λαιμαριά] (για ζώα) αυτός που δεν φοράει λαιμαριά, περιλαίμιο …   Dictionary of Greek

  • αυχένας — I (Γεωγρ.). Όρος με πολλά συνώνυμα (που κάποτε αποτελούν τοπικούς ιδιωματισμούς: διάσελο, δερβένι κλπ.), ο οποίος χαρακτηρίζει ένα χαμηλό σημείο κορυφογραμμής ανάμεσα σε δύο υψώματα. Μέσω αυτών προσδιορίζονται μεταξύ άλλων και τα διάφορα τμήματα… …   Dictionary of Greek

  • βαστάγι — και βαστάι, το (Μ βαστάγιν) 1. σκοινί ή αλυσίδα από την οποία κρέμεται το καντήλι 2. σκοινί με το οποίο δένεται και εξαρτάται, κρέμεται κάτι νεοελλ. 1. ο κρίκος από τον οποίο κρέμεται το κουδούνι από το περιλαίμιο του ζώου 2. ο τοίχος γύρω από το …   Dictionary of Greek

  • βαφείο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 170 μ., 69 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λακεδαίμονας του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σπάρτης. Το Β. απέχει 6 χλμ. από τη Σπάρτη και είναι γνωστό για τον μεγάλο θολωτό μυκηναϊκό τάφο που βρίσκεται στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”